- νομότυπος
- yasa hükümlerine uygun
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
νομότυπος — η, ο (για ενέργεια) αυτός που γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζει η ισχύουσα νομοθεσία, ο τυπικά σύμφωνος με τους νόμους που ισχύουν. επίρρ... νομοτύπως και νομότυπα τυπικά σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + τύπος (πρβλ. στερεό τυπος)] … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
παράτυπος — η, ο / παράτυπος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που γίνεται ή έγινε παρά τους τύπους, παρά τους κανόνες, που αποτελεί παράβαση τών τύπων, παράνομος, μή νομότυπος αρχ. παραχαραγμένος, κίβδηλος («παράτυπα νομίσματα», Σχόλ. στον Αριστοφ.). επίρρ... παρατύπως … Dictionary of Greek